- καταπλήττω
- пугаю, устрашаю
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
καταπλήττω — καταπλήσσω strike down pres subj act 1st sg (attic) καταπλήσσω strike down pres ind act 1st sg (attic) καταπλήσσω strike down pres subj act 1st sg (attic) καταπλήσσω strike down pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλήσσω — (Α καταπλήσσω και αττ. τ. καταπλήττω) προξενώ θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, κάνω κάποιον να τά χάσει, να μείνει άναυδος, σαστίζω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω, εκπλήσσω αρχ. 1. χτυπώ δυνατά 2. εκφοβίζω, τρομάζω με φωνές 3. μτφ. μέσ. καταπλήσσομαι… … Dictionary of Greek
υπερκαταπλήττω — Α προξενώ μεγάλο τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καταπλήττω «προξενώ θαυμασμό ή φόβο»] … Dictionary of Greek
ԲԵԿԱՆԵՄ — (բեկի, բե՛կ.) NBH 1 479 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ն. κλάω frango Կոտորել կամ կտրել. մասնատել զամբողջ ինչ ʼի մասունս, եւ բրդել. մաս մաս՝ կտորբրդուճ ընել, կտրել. ... *Առեալ զհինգ նկանակն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)